του Θωμά Παπαλιάγκα, δικηγόρου, μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Ευθύνης

Η μεταπολίτευση ξεκίνησε ως εποχή απελευθέρωσης, αναζήτησης αλλά και αθωότητας για πολλούς από τους έλληνες πολίτες. Αθωότητας κατά την έννοια της πίστης στην κοινή προσπάθεια, τους κοινούς αγώνες και εν τέλει και στην πολιτική. Και κατέληξε σήμερα σε πλήρη απόρριψη της πολιτικής, σύγχυση ιδεών και αξιών, μηδενισμό και μόνιμη καχυποψία από άκρου εις άκρον της χώρας. Ο επαναστατικός λόγος αρχικώς επικράτησε, έπειτα εξορθολογίστηκε σε οραματικό, προσγειώθηκε σε απολύτως ρεαλιστικό και κατέληξε σήμερα σε τελείως μηδενιστικό. Από την πίστη λοιπόν της κοινής προσπάθειας και του κοινού στόχου περάσαμε σε απόλυτη απαξίωση και πλήρη ατομισμό.

Με την “αποκατάσταση” της δημοκρατίας στη χώρα μας επικράτησε μία αριστερή ρητορική, που συχνά ξεπέρασε τα όρια της επαναστατικής ρητορικής. Στα μάτια πολλών από τους πολίτες είχε εξιδανικευθεί η εικόνα της Αριστεράς όχι κυρίως λόγω της κομμουνιστικής ιδεολογίας της αλλά λόγω των σκληρών διώξεων που τα στελέχη και πολλοί υποστηρικτές της υπέστησαν από το κράτος στης δεξιάς στο όνομα του πατριωτισμού. Το αντικομμουνιστικό κράτος, που κτίστηκε μετεμφυλιακώς, είχε ως συνέπεια στην Ελλάδα να έχουμε το σπάνιο φαινόμενο την ιστορία του εμφυλίου πολέμου να μην τη γράψουν οι νικητές αλλά οι ηττημένοι, οι οποίοι στα μάτια πολλών πολιτών φάνταζαν ως ηθικοί νικητές. Και αυτό άσχετα από το γεγονός ότι από την έκβαση της σύγκρουσης αυτής η Ελλάδα έμεινε στο άρμα του δυτικού κόσμου.

Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση οι πολιτικές και ιδεολογικές αναζητήσεις της εποχής απερίφραστα κινούνταν μεταξύ δύο λογικών: της ειρηνικής επανάστασης και του ένοπλου αγώνα. Σ’ αυτό λοιπόν το περιβάλλον η ρητορική της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι απολύτως λογικό να έχει επικρατήσει ως αυτονόητη απαίτηση. Έτσι, το πρόταγμα του ΠΑΣΟΚ για προστασία των “μη προνομιούχων” βρήκε ευήκοα ώτα και ευρύτατο ακροατήριο.

Η συμβολή της Μεταπολίτευσης στη δημιουργία κλίματος κοινωνικής ομαλότητας υπήρξε καταλυτική και η μεγαλύτερη προσφορά της (για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πιστωθεί κατά βάση στο ΠΑΣΟΚ, αν και το πρώτο βήμα, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, έγινε από τον Κ. Καραμανλή) στην ελληνική κοινωνία ήταν η άνοδος και η μεγάλη διεύρυνση της μεσαίας τάξης. Μίας μεσαίας τάξης όχι με την έννοια της μεσοαστικής τάξης αλλά της μεσαίας εισοδηματικά τάξης. Και τούτο διότι η μεσαία τάξη στη χώρα μας δεν έχει συνείδηση κοινωνικής τάξης ούτε του κοινωνικού της ρόλου ούτε, έστω, αντίληψη του κοινού της συμφέροντος.

Η λαϊκίστικη ρητορική όμως που επικράτησε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ανάγκαζε τους πολίτες που ανήκαν στη μεσαία τάξη να προσπαθούν να εμφανίζονται και εκείνοι ως “μη προνομιούχοι”, μεμψιμοιρώντας και διαμαρτυρόμενοι, προκειμένου να κερδίζουν όσο περισσότερα μπορούν από τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές (π.χ. αυξήσεις, επιδόματα ή άλλες παροχές). Ήταν κάτι σαν το trend της εποχής. Η πραγματικότητα βεβαίως ήταν άλλη: συνήθως οι πολίτες που ανήκαν στη μεσαία τάξη είχαν σχετικώς καλά εισοδήματα (πολλές φορές δύο μισθούς δημοσίων υπαλλήλων ή ενός υπαλλήλου ΔΕΚΟ ή καλό εισόδημα από επιχειρήσεις, από τα οποία συνήθως αποκτούσαν ένα σπίτι, αυτοκίνητο και πολλές φορές και εξοχικό).
Η μεσαία τάξη ήταν όμως και η τάξη που επλήγη περισσότερο σε πρώτη φάση από τη σταδιακή πτώση της αγοράς κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και σε δεύτερη φάση από τις περικοπές και τα μέτρα των Μνημονίων. Έτσι, οι αυτοαποκαλούμενοι “μη προνομιούχοι” της μεσαίας τάξης κατέστησαν και πραγματικά μη προνομιούχοι, νεόπτωχοι και με προβλήματα ακόμη και επιβίωσης. Η διάλυση της μεσαίας τάξης συντελείται ραγδαία και θα ολοκληρωθεί σύντομα.

Η τόσο πολυπληθής μεσαία αυτή τάξη, έστω και χωρίς ταξική συνείδηση, είναι πάντοτε ο καταλύτης της σταθερότητας στο πολίτευμα και ο εγγυητής της κοινωνικής ομαλότητας. Γι’ αυτό παγκοσμίως αποτελεί τον πρώτο στόχο όλων των πολιτικών δυνάμεων των άκρων αλλά και όλων των καθεστώτων. Αυτοί έχουν κάθε λόγο να καταστρέφουν τον κοινωνικό ιστό, ώστε να κυβερνούν ή ελέγχουν μία κοινωνία βαθιά διηρημένη. Στρέφουν τη μία κοινωνική τάξη εναντίον της άλλης. Σήμερα στην Ελλάδα στόχος είναι η μεσαία τάξη, που η κυβέρνηση την παρουσιάζει ως “έχοντες” ή “πλούσιους”. Σύμφωνα μάλιστα με το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, το εισοδηματικό όριο, βάσει του οποίου θεωρείται κανείς σήμερα πλούσιος, είναι 20.000,00€. Με τέτοιο εισόδημα τα αμέσως προηγούμενα χρόνια μόλις που μπορούσε κανείς να θεωρηθεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη. Σήμερα δυστυχώς τέτοιο εισόδημα, με το οποίο μόλις επιβιώνει μία οικογένεια, έχουν λίγοι. Είναι όσοι απέμειναν από τη μεσαία τάξη. Διότι πλέον η κοινωνία μας αποτελείται κατά κύριο λόγο από πλούσιους και φτωχούς. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, είναι συνειδητή πολιτική επιλογή. Για να στρέφονται χωρίς τύψεις ή δεύτερες σκέψεις οι μεν εναντίον των δε. Και να συνεχίσουν να βασιλεύουν όσοι πέτυχαν σε λίγους μήνες αυτή τη διαίρεση.
Η κοινωνία μόνο ενιαία και με κοινή προσπάθεια μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση και να γυρίσει σελίδα. Κοινή προσπάθεια με συνισταμένη την αλλαγή των δομών, το κράτος πρόνοιας και αλληλεγγύης και την αύξηση της παραγωγής. Και αυτό περνάει μόνο μέσα από την ανάληψη πρωτοβουλίας από τη μεσαία εισοδηματική τάξη, η οποία έχει κάθε λόγο να επιδιώκει και εξασφαλίζει την κοινωνική ομαλότητα. Η μεσαία τάξη πρέπει να αρχίσει τώρα αμέσως να αυτοσυνειδητοποιείται και, αναγκαστικά παράλληλα, να αναλάβει δράση συμπαρασύροντας όλες τις παραγωγικές και πολιτικές μετριοπαθείς δυνάμεις. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.