Συνέντευξη στην Εφημερίδα “Πελοπόννησος της Δευτέρας” παραχώρησε ο Ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης, όπου αναφέρθηκε τόσο στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας και του δεύτερου lockdown, όσο και τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, τις Αμερικανικές εκλογές και τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις σε Γαλλία και Αυστρία.

Συγκεκριμένα ο Ευρωβουλευτής επισήμανε ότι τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί στο τέλος να μην είναι αρκετά για να αντιμετωπίσουν τη ζημιά στην οικονομία από το δεύτερο lockdown, υπογραμμίζοντας ότι «οι Ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να κατανοήσουν ότι χωρίς αλληλεγγύη και ολιστικές λύσεις θα βρεθούμε σε στρατηγικά αδιέξοδα εξαιτίας της ιδεοληψίας τους. Το μέγεθος του Ταμείου Ανάκαμψης πρέπει να κυμανθεί ανάλογα με τις ανάγκες που θα δημιουργηθούν λόγω της πανδημίας».

Επίσης υπενθύμισε ότι για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της Πανδημίας η Ένωση έχει δημιουργήσει το SURE, ένα ταμείο ύψους 100 δις για την στήριξη των εργαζομένων, ελεύθερων επαγγελματιών και ανέργων, που όμως η κυβέρνηση δεν έχει αξιοποιήσει στο έπακρον, καθώς χώρες με ανάλογο πληθυσμό όπως η Πορτογαλία έχουν ζητήσει και λάβει πολλαπλάσια χρήματα από την Ελλάδα.

Τέλος, για τα Ελληνοτουρκικά, ο κ. Ανδρουλάκης σημείωσε ότι «η Ευρώπη πρέπει να αποδείξει με πράξεις ότι είναι έτοιμη να στηρίξει τα Κράτη Μέλη της που απειλούνται», επαναφέροντας την πρότασή του για επιβολή εμπάργκο όπλων στην Τουρκία, η οποία ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και υιοθετήθηκε πρόσφατα και ως αίτημα από την Ελληνική κυβέρνηση.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μάγνη:

Ο κόβιντ αποδεικνύεται ανθεκτικός. Η καταστροφή διευρύνεται. Θα αποδειχθεί επαρκές το Ταμείο Ανάκαμψης για να ανορθώσει την οικονομία;

Αυτό θα το ξέρουμε δυστυχώς μόνο όταν βγούμε από το τούνελ του κορωνοϊού. Το δεύτερο κύμα και lockdown θα κρίνει εάν τα ποσά που αποφασίστηκαν το καλοκαίρι για το Ταμείο Ανάπτυξης θα είναι αρκετά. Από την αρχή της πανδημίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ζητήσει την ενίσχυση τόσο του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού όσο και τη δημιουργία ενός ισχυρού ταμείου που θα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει συνολικά τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του κορωνοϊού. Δυστυχώς το καλοκαίρι, είδαμε τις λεγόμενες «φειδωλές χώρες», όπως Αυστρία, Ολλανδία και κάποιες Σκανδιναβικές, να διαφωνούν είτε με τη δημιουργία του Ταμείου, είτε να παλεύουν και να πετυχαίνουν να περιοριστούν οι επιδοτήσεις από 500 δις σε 390 δις, αυξάνοντας αναλόγως τα δάνεια από 250 δις σε 360. Επίσης χώρες όπως η Ουγγαρία, χρησιμοποίησαν το ταμείο ως όμηρο, καθυστερώντας όλους αυτούς τους μήνες την υιοθέτηση των απαραίτητων αποφάσεων, εκβιάζοντας την Ευρώπη για να μην υπάρχει ένας μηχανισμός τήρησης του κράτους δικαίου παρά τις πιέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επομένως, πέρα όμως από τα όποια μέτρα στήριξης αποφασίσει η ΕΚΤ, πρέπει όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να κατανοήσουν ότι χωρίς αλληλεγγύη θα βρεθούμε σε στρατηγικά αδιέξοδα εξαιτίας της ιδεοληψίας τους και να στηρίξουν τις απαιτούμενες ολιστικές λύσεις, αυξάνοντας το μέγεθος του Ταμείου ανάλογα με τις ανάγκες που θα δημιουργηθούν λόγω της πανδημίας.

Ούτως ή άλλως, το Ταμείο έχει φάσμα μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης απόδοσης. Ο κόσμος διερωτάται πώς θα βγάλει τη χρονιά του. Υπάρχει πρόβλεψη γι’ αυτό;

Η πρόβλεψη που υπάρχει, είναι το Ταμείο Ανάκαμψης να διαθέσει άμεσα και μέχρι το τέλος του 2024 τη μεγάλη πλειοψηφία των διαθέσιμων κονδυλίων ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας στην πραγματική οικονομία. Όμως έχετε δίκιο, τα αποτελέσματα δεν θα φανούν άμεσα και θα πρέπει να συμπληρωθούν από το SURE, ένα ταμείο ύψους 100 δισεκατομμυρίων που δημιούργησε η Ένωση για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών της πανδημίας. Δυστυχώς η κυβέρνηση το αφήνει αναξιοποίητο, ζητώντας μόνο δύο δισεκατομμύρια για τη χρηματοδότηση μέτρων προς τους εργαζομένους, τους ανέργους και τους ελεύθερους επαγγελματίες που πλήττονται, ενώ χώρες με ανάλογο πληθυσμό και οικονομία όπως η Πορτογαλία έχουν ζητήσει και λάβει περίπου 10 δις. Εργαλεία υπάρχουν, αρκεί να τα αξιοποιήσουμε.

Πώς ερμηνεύετε την ανθεκτικότητα Τραμπ και την αποδοχή του από τεράστιο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας;

Ο Τραμπ μπορεί να έχασε τις εκλογές, ο «τραμπισμός» όμως και το στυλ που εισήγαγε στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, όχι. Εκμεταλλευόμενος τεράστιες ανισότητες που υπάρχουν στην Αμερικάνικη κοινωνία, μπόρεσε να αναδειχθεί παρουσιάζοντας τον εαυτό του εκτός πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, όσο παράλογο ακούγεται αυτό, εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι να ψηφίζουν για αυτό τον λόγο έναν δισεκατομμυριούχο. Για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο στη ρίζα του, θα πρέπει να προτάξουμε πολιτικές οι οποίες θα απαντούν στις αγωνίες των πολιτών για ζητήματα όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η παγκοσμιοποίηση. Ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να είναι μία μορφή ήπιου εμπορικού προστατευτισμού ενάντια στον αθέμιτο ανταγωνισμό, σε ζητήματα που άπτονται των πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Δεν πρέπει να αφήνουμε περιθώριο σε όσους που εμφανίζονται να μιλάνε στο όνομα και για το συμφέρον του λαού, ενώ στην πραγματικότητα πράττουν εις βάρος του, όπως ήταν και η περίπτωση Τραμπ, που εμφανιζόταν ως ο προστάτης των αδυνάτων, ενώ πάντα προωθούσε μόνο μέτρα φοροελάφρυνσης των πλουσιότερων στρωμάτων.

Ενώ η ΕΕ έγινε δεκτική προς τους πολίτες του ισλάμ, διαμορφώθηκαν συνθήκες που ευνόησαν την καλλιέργεια σπέρματος τζιχαντισμού στα εδάφη της. Πώς ερμηνεύεται αυτό και πώς αποκρούεται;

Η Ευρώπη χρειάζεται μία συνολική στρατηγική, που θα αντιμετωπίζει τόσο τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό στο εσωτερικό της αλλά και τις απειλές που δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή μας. Ενώ φαινόταν να είναι σε αποδρομή αν όχι στο παραπέντε της διάλυσης, το Ισλαμικό Κράτος επανεμφανίζεται επιχειρησιακά με έναν λιγότερο ίσως οργανωμένο τρόπο στην Ευρώπη. Παράλληλα, ο ταραξίας της Ανατολικής Μεσογείου Ερντογάν, προωθεί εαυτόν ως ηγέτη του νέου Σουνιτικού Ισλάμ, χρησιμοποιώντας μισαλλόδοξο λόγο, ενώ στρατολογεί τζιχαντιστές από τη. Β. Σύρια. Η στάση της ΕΕ θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη απέναντι σε αυτούς τους εξτρεμιστές, τρομοκράτες αλλά και αυτούς που τους δίνουν χώρο δράσης. Η αντιμετώπιση εντός των κρατών – μελών, πρέπει να είναι επιχειρησιακή αλλά και με παράλληλες δράσεις που σχετίζονται με τον έλεγχο και τη χρηματοδότηση των τζαμιών στην Ευρώπη ώστε να εξασφαλιστεί η ειρηνική συνύπαρξη. Οποιασδήποτε θρησκείας και δόγματος εκπρόσωπος κηρύσσει μισαλλόδοξο λόγο θα πρέπει να απελαύνεται από την Ευρώπη. Τέλος, είναι αναγκαίο η Ένωση να αναλάβει ένα γεωπολιτικό σταθεροποιητικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή καθώς έχει «αγκαλιαστεί» από συγκρούσεις που διεξάγονται διά αντιπροσώπων τρίτων κρατών όπως η Τουρκία το Ιράν και η Ρωσία, δημιουργώντας δύσκολες συνθήκες

Στηρίξατε την αξίωση για κυρώσεις ενάντια στην Τουρκία; Αυτές θα πτοούσαν ή θα εξαγρίωναν τον Ερντογάν;

Η ιστορία έχει δείξει ότι η πολιτική κατευνασμού προς την Τουρκία και τον κ. Ερντογάν είναι αναποτελεσματική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σύνοδος Κορυφής στις αρχές Οκτωβρίου, με σαφή αναφορά όλων των «καρότων» προς την Τουρκία σε περίπτωση που σταματούσε τις παράνομες δραστηριότητές της σε Ελλάδα και Κύπρο, ενώ οι κυρώσεις αναφέρονταν μόνο έμμεσα. Τότε, πριν ακόμα κρυώσει το μελάνι των Συμπερασμάτων δημοσιεύθηκε νέα NAVTEX για έρευνες και άνοιξαν τα Βαρρώσια στο κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου. Η Ευρώπη πρέπει να αποδείξει με πράξεις ότι είναι έτοιμη να στηρίξει τα Κράτη Μέλη της που απειλούνται. Για αυτό το λόγο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από πρωτοβουλία μου ζητήσαμε την επιβολή εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, μία πρόταση που υπερψηφίστηκε από 524 Ευρωβουλευτές, με μόνη παραφωνία τους Γερμανούς συντηρητικούς Ευρωβουλευτές του κατά τα άλλα φιλέλληνα κ. Βέμπερ. Επιπλέον ζητήσαμε την επιβολή οικονομικών κυρώσεων προς την Τουρκία, που θα μπορούσαν να φτάσουν ως και την αναστολή της Τελωνειακής Ένωσης. Την ίδια άποψη φαίνεται ότι έχει πλέον και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς μετά την αποτυχία της Συνόδου Κορυφής, για την οποία αρχικά πανηγύριζαν, υιοθετεί πλέον τις προτάσεις μας για το εμπάργκο όπλων και τις οικονομικές κυρώσεις, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες επιστολές του κ. Δένδια.

Καλώς τέθηκε ζήτημα ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ ή κακώς τέθηκε πρόωρα; Ή και τα δύο;

Οι εσωτερικές εκλογές της παράταξης μας όταν αυτές γίνουν, πρέπει να αποτελέσουν ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός. Μέχρι τότε όμως, υπάρχουν άλλες προτεραιότητες. Μπροστά μας έχουμε αυτή την πρωτόγνωρη κρίση και τον πιο δύσκολο χειμώνα της γενιάς μας, με σημαντικές εθνικές προκλήσεις, αλλά και τις οικονομικές παρενέργειες της πανδημίας. Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή, είναι η παράταξή μας σε αυτές τις προκλήσεις να έχει θέσεις που απαντούν στα προβλήματα του ελληνικού λαού. Η διαδικασία ανάδειξης πρέπει να γίνει με πολιτικούς όρους ανοίγοντας έναν ευρύτερο διάλογο για το μέλλον της δημοκρατικής παράταξης και διασφαλίζοντας τη μαζική συμμετοχή όπως το 2017 με τη συμμετοχή 212.000 πολιτών. Μόνο έτσι θα σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα.

Ποια θα είναι τελικά η προσωπική σας στάση;

Προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, η Δημοκρατική παράταξη να ενισχυθεί και να διαδραματίσει έναν σημαντικότερο ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις. Ο τόπος έχει ανάγκη μια αντιπολίτευση σύγχρονη, αξιόπιστη και με όραμα για το μέλλον της πατρίδας μας.